Δευτέρα, Φεβρουαρίου 28, 2011

Οι τελευταίοι πελάτες στο Παρίσι

Με αφορμή το τελευταίο επεισόδιο της Παγκαλιάδας, θα ήθελα να συνεισφέρω λόγια όχι δικά μου. Η περιβόητη φράση του «Σας διορίσαμε. Τα φάγαμε όλοι μαζί μέσα στα πλαίσια μιας σχέσης πολιτικής πελατείας, διαφθοράς, εξαγοράς και εξευτελισμού της έννοιας της ίδιας της πολιτικής» αναλυόταν τόσο καιρό με τα λόγια τρίτων. Μπορεί να αυτοσχολιαστεί όμως και να καταστεί πολύ περισσότερο διάφανη από ό,τι ως τώρα ήταν, αν τη βάλουμε δίπλα σε δικά του λόγια, τα οποία την πλαισιώνουν με ιδανικό τρόπο· αν τη βάλουμε δηλαδή δίπλα στην απάντηση που έδωσε στην προ μηνός συνέντευξή του στους «Φακέλους», σε ερώτηση σχετική με το ειδικό προνόμιο που απολάμβαναν οι βουλευτές, με νόμο, σύμφωνα με τον οποίο, τα άτομα που επέλεγαν να στελεχώσουν τα βουλευτικά τους γραφεία, δικαιούνταν μετά από ένα διάστημα να διοριστούν στο Δημόσιο.
Η απάντησή του κατά λέξη: «Ποιο είναι το ειδικό προνόμιο; Έχω το δικαίωμα ως βουλευτής, έχω το δικαίωμα να πάρω όποιον θέλω στο γραφείο μου; Ναι ή όχι; Το έχω. Νομικό και ηθικό δικαίωμα. Έχω το δικαίωμα να πάρω όποιον θέλω, έναν αγράμματο. Γιατί θέλω αυτόν να με συνοδεύει στην βουλευτική μου δραστηριότητα, του ‘χω εμπιστοσύνη, ξέρει τους πελάτες μου, ξέρει τους πολίτες μου, ξέρει τους ψηφοφόρους μου. Το ΄χω το δικαίωμα ή δεν το ‘χω; Μέσα στα πλαίσια του σταυρού προτίμησης μιλάω». (Μεσολαβεί ερώτηση: «Πελάτες είναι;»). «Ε, βέβαια. Ε, μα τι; Μα έτσι μιλάμε. Για αυτό θέλω να καταργήσω το όλο σύστημα. Αν είχε καταργηθεί το όλο σύστημα και πράγματι ο βουλευτής ήταν εκπρόσωπος του ελληνικού λαού και νομοθετούσε, δεν θα είχα ανάγκη από κάποιον που να ξέρει τους ψηφοφόρους. Λοιπόν; Ε, και πήρα εγώ την κόρη μου. Άλλοι είχαν πάρει κάποιον άλλο κλπ. Σε τι συνίσταται η δικιά μου η παρεκτροπή δεν το καταλαβαίνω».
Όποιος λοιπόν θέλει μπορεί να διακρίνει στα λόγια του Θεόδωρου Πάγκαλου αντιλαϊκίστικη παρρησία και όποιος θέλει μπορεί να διακρίνει στα λόγια του Θεόδωρου Πάγκαλου την ακρότατη εκδοχή του πολιτικού θράσους. Όποιος θέλει μπορεί να διακρίνει στον Θεόδωρο Πάγκαλο τον τολμητία που ονοματίζει τις μεταπολιτευτικές παθογένειες και όποιος θέλει μπορεί να διακρίνει στον Θεόδωρο Πάγκαλο την πιο εμβληματική ίσως προσωποποίηση της βαθύτατης χυδαιότητας του πολιτικού μας συστήματος.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 25, 2011

Στη σκηνή

1) Στη σκηνή μια γυναίκα που καπνίζει.
Κάπνιζα απ’ το γυμνάσιο μέχρι που τον γνώρισα. Καμιά δεκαπενταριά χρόνια δηλαδή. Δεν ξέρω τι λένε οι άλλοι, εγώ ποτέ δεν ένιωσα άσχημα που καπνίζω, ποτέ δεν βρήκα στο τσιγάρο κάτι που να με ενοχλεί. Όλα μου αρέσαν, και η μυρωδιά του μου άρεσε, ήταν άλλωστε τόσο μέρος μου πια, που δεν μπορούσα να την ξεχωρίσω από μένα.
Κι εκείνος κάπνιζε. Όχι τόσο όσο εγώ, αλλά κάπνιζε. Αλλά δεν έπαιξε κανένα ρόλο αυτό. Αποφάσισα να το κόψω όταν τον γνώρισα, όχι γιατί μου το ζήτησε (και με ποιά ιδιότητα δηλαδή να μου το ζητούσε τότε;), αλλά γιατί συνειδητοποίησα πως έπρεπε να κάνω κάτι άμεσο και ριζικό, κάτι που να τον διαφοροποιεί από όλους τους άλλους. Κόβοντας το, έκοβα κάτι από μένα, κάτι δικό μου, κάτι που απολάμβανα, κι έτσι σημάδευε τη ζωή μου με τρόπο ανεξάρτητο της θέλησής του. Αυτή ήταν και η μοναδική εξουσία που θα μπορούσα να έχω πάνω του. Γιατί ήξερα πως αν προχωρούσαμε σε σχέση, εξουσία εγώ πάνω του δεν θα μπορούσα να είχα. Γι αυτό και ποτέ δεν του είπα πως το έκοψα για εκείνον. Η μοναδική μου εξουσία θα ήταν και το μοναδικό μου μυστικό.
Τώρα με βλέπεις να καπνίζω και θα σκέφτεσαι πως έχουμε χωρίσει. Ίσως να σκέφτεσαι πως μόλις τώρα χώρισα και επιστρέφω στον παλιό μου εαυτό. Κι όμως. Καθόλου δεν χωρίσαμε. Μαζί είμαστε. Χρόνια Πολλά. Ούτε θυμάμαι πόσο καιρό το ξανάρχισα. Ασυναίσθητα έγινε. Τίποτα το προγραμματισμένο. Στο περίπτερο, μαζί με τα άλλα, είπα και την μάρκα μου. Το ξανάρχισα σαν να μην είχε σημασία γιατί το ΄κοψα, το ξανάρχισα σαν να μην είχε σημασία που το ξαναρχίζω.
---
2) Στη σκηνή ένας άντρας σε ένα γραφείο.
Ανοικτός μπροστά του ένας υπολογιστής. Δίπλα κάτι βιβλία. Πιο δίπλα ένα τηλέφωνο σταθερό. Κάτι γράφει στον υπολογιστή. Συμβουλεύεται τα βιβλία. Συνεννοείται στο τηλέφωνο. Σηκώνεται για καφέ. Στο διάδρομο κάτι του λένε για την κρίση. Απαντάει κάτι απροσδιόριστο. Επιστρέφει στο γραφείο. Υπολογιστής, βιβλία, τηλέφωνο. Ώρα μετά σηκώνεται να πάει στην τουαλέτα. Στο διάδρομο κάτι του λένε για το ποδόσφαιρο. Απαντάει κάτι απροσδιόριστο. Επιστρέφει στο γραφείο. Υπολογιστής, βιβλία, τηλέφωνο. Πείνασε. Θα σηκωνόταν να πάρει κάτι να τσιμπήσει, αλλά στο διάδρομο καραδοκούν συζητήσεις. Συνεχίζει τη δουλειά του. Υπολογιστής, βιβλία, τηλέφωνο. Πατάει τα πλήκτρα χαζεύοντας, διαβάζει τις γραμμές χαζεύοντας, απαντάει στο τηλέφωνο μηχανικά. Η ώρα πέρασε. Ο διάδρομος άδειασε. Κλείνει τον υπολογιστή και τα βιβλία. Το τηλέφωνο είναι από ώρα κλειστό. Βάζει το παλτό του. Φεύγει. Οι συγκοινωνίες απεργούν. Θα περπατήσει. Είναι μια ώρα με το πόδι. Αλλά θα του κάνει καλό.
---
3) Στη σκηνή δεν είναι κανείς.
Η υπομονή του θεατή εξαντλείται. Άκουσε το τρίτο κουδούνι καθαρά. Κι έχει περάσει έκτοτε μισή ώρα. Φωνάζει να διαμαρτυρηθεί. Στην άδεια αίθουσα η φωνή του κάνει αντίλαλο. Θα πάει να ζητήσει τα λεφτά του πίσω. Είναι μια απάτη. Μια ακόμα καλοστημένη απάτη. Τόσες υποσχέσεις, τόσες προσδοκίες για την παράσταση και στη σκηνή δεν είναι κανείς. Ενθαρρυμένος από τη μοναξιά του αρχίζει να χτυπά βροντερά την παλάμη του πάνω στο πάτωμα της σκηνής. «Απαράδεκτοι. Είστε απαράδεκτοι». Η παλάμη του κοκκίνισε και πονά, αλλά άξιζε τον κόπο. Προχωρά προς την πόρτα. Ακούει από πίσω του κάτι σαν γελάκι. Έτσι νομίζει τουλάχιστον. Γυρνά έξαλλος να δει ποιός τον κοροϊδεύει. Δεν βλέπει κανέναν. Ανεβαίνει στη σκηνή. Στρέφεται προς όλες τις κατευθύνσεις. «Βγες έξω. Βγες έξω, αν τολμάς. Να γελάσεις μπροστά μου». Κανείς δεν βγαίνει. Έχει πια πειστεί. Οι τύποι είναι θρασύδειλοι. Αρχίζει να περπατά στη σκηνή με μεγάλα βήματα και να γελά αυτός. Ακούγεται κάτι σαν μουσική υπόκρουση. Τα βήματα μετατρέπονται σε χορό. Ο χορός σε τραγούδι. Η μουσική δυναμώνει, τα φώτα σβήνουν εκτός από έναν προβολέα που τον φωτίζει. Τελειώνει το τραγούδι του. Τα φώτα ανάβουν ξανά. Δεν υπάρχει θεατής σε ολόκληρη την κατάμεστη αίθουσα που να μη σηκωθεί όρθιος και να μην τον αποθεώσει. Υποκλίνεται. Αποσύρεται πίσω από τις κουρτίνες. Τα χειροκροτήματα συνεχίζονται. Βγαίνει κι υποκλίνεται ξανά. Τα χειροκροτήματα σταματούν απότομα. Κατεβαίνει απ' τη σκηνή και χώνεται μες το πλήθος που αποχωρεί. Αποφασίζει να μη ζητήσει τα λεφτά του πίσω.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 23, 2011

Και τι ζωή χωρίς εμάς θα κάμεις

Κάνω μπάνιο χθες βράδυ και μυρίζω το αφρόλουτρο. Μοσχοβολάει. Σκέφτομαι πως μέσα σε αυτή τη συσκευασία απολαμβάνω ένα μικρό αριστούργημα του καπιταλισμού. Ακόμη και οι αντιδραστικότεροι εξ ημών αυτά αγαπήσαμε, αυτές οι μυρωδιές μας έκλεψαν τη ψυχή, και ίσως πέραν της καταπίεσης, της έλλειψης ελευθερίας και δημοκρατίας, είναι αυτές οι μυρωδιές που δεν σκλαβώνουν τους βορειοαφρικάνους, επιτρέποντάς τους να εξεγείρονται: εν αντιθέσει δηλαδή με μας, αυτοί δεν έχουν και τόσα να χάσουν.
Για πόσο καιρό ακόμη θα μπορώ να παίρνω αφρόλουτρο πριν γυρίσω στο απλό σαπούνι; Μήπως είναι ήδη πρόκληση που μιλάω για αυτό; Μήπως η παγίδα είναι πως φοβούμενοι ότι θα χάσουμε όσα αγαπήσαμε, οδηγούμαστε στο να τα χάνουμε λίγο λίγο; Είναι δεν είναι αυτή η παγίδα, καιρός είναι να γίνουμε λίγο πιο ειλικρινείς με τον εαυτό μας και να προσπαθήσουμε να δούμε τι ακριβώς αγαπάμε. Υπήρξε μια εξελικτική πορεία που οδήγησε από τις πλάκες σαπουνιού με τις οποίες πλένονταν παλιότερα (ή δεν ξέρω καν με τι πλένονταν) σε αυτό το αφρόλουτρο. Μόνο τη συσκευασία να δεις, πρέπει να έχει επενδυθεί τόσο χρήμα, τόση μελέτη, τόση διαφήμιση, τόση τέχνη, τόσες λεπτομέρειες πάνω της, που σταματάει το μυαλό. Ή θα έπρεπε ίσως να σταματήσει. Για να το σκεφτεί απ΄ την αρχή. Και αν η συσκευασία είναι τελικά δευτερεύουσας σημασίας, το υγρό εκεί μέσα -το επαναλαμβάνω- μυρίζει υπέροχα. Σε άλλα μέρη λοιπόν δεν έχουν νερό τρεχούμενο κι εμείς είχαμε ως τώρα τέτοια αφρόλουτρα. Όχι αυτονόητο, πράγματι. Σε ευχαριστούμε, καπιταλισμέ. Αλήθεια. Ζώντας τελικά εις βάρος άλλων -και ας μου συγχωρεθεί η αριστερίζουσα οπτική, αλλά δεν εννοώ τους δανειστές μας- είχαμε τη δυνατότητα τέτοιων πολυτελειών. Που από την άλλη ένας βασικός αριστερίζων μύθος -αλλά όχι μόνο αριστερίζων, αφού σε μεγάλο βαθμό πήγαζε και από την νόσο της νοσταλγίτιδας, της ωραιοποίησης του παρελθόντος, της κλαψομούνικης θέασης του παρόντος ως έκπτωσης από τον παράδεισο του χθες- είναι πως πρόκειται για πολυτέλειες αχρείαστες, αλλοτριωτικές, πολυτέλειες που πέρασαν και δεν μας άγγιξαν.
Μα μας άγγιξαν. Και μας έχουν ακόμη πολύ γερά γραπωμένους. Και δεν ξέρω αν είναι και κακό να μας έχουν γραπωμένους. Δεν ξέρω που σταματάει η αξιοπρεπής διαβίωση και που ξεκινάει η ευμάρεια. Και δεν ξέρω αν είναι κακό πράγμα η ίδια η ευμάρεια.
Σε αυτό το υπέροχο ποστ του Βυτίου που μιλά πολιτικά και ποιητικά για το θέμα της αξιοποίησης των παραλιών, που μιλά με έναν τρόπο που δείχνει πως ποίηση και πολιτική κακώς θεωρούνται αλληλοαναιρούμενες έννοιες και πως αν κάτι έχουμε επειγόντως ανάγκη είναι έναν πολιτικό λόγο που θα μας αντιμετωπίζει και σαν ποιητικά υποκείμενα, σαν ανθρώπους δηλαδή που το όραμά τους δεν εξαντλείται στο πόσα λεφτά έχουν στην τσέπη τους αλλά και στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν συνολικά την εμπειρία της ζωής, ο ad1951 αντιπαραθέτει ειρωνικά μερικές στεγνές λυρισμού αλήθειες. Λέει πως παλιότερες γενιές, δεν είχαν τις πολυτέλειες που οι δικές μας γνώρισαν χάρη στην καπιταλιστική ανάπτυξη, σε βαθμό να μας φαίνονται αναπόσπαστο τμήμα της ζωής μας, με αποτέλεσμα οι Βυτίοι αυτού του κόσμου να «θεωρούν φυσιολογικό να κατέχουν ταυτόχρονα ΙΧ και πρόσβαση σε παρθένες παραλίες». Κατορθώνει κι εντοπίζει δηλαδή μέσα στην ποιητικοπολιτική συγκίνηση του Βυτίου το σημείο εκείνο από το οποίο μπορεί να τον πιάσει και εν τέλει να του πει: στην ανάπτυξη χρωστάς και τον αντιαναπτυξιακό σου οίστρο, αφού έχουμε πλαισιώσει το φαντασιακό σου με όλα τα προϊόντα άνευ των οποίων αδυνατείς να τραγουδήσεις τις παραλίες, τα πόδια και τα μαλλιά των γυναικών.
Μας χρωστάς το αυτοκίνητο. Μας χρωστάς ευγνωμοσύνη. Χάρη σε μας τελικά ονειρεύεσαι, έτσι άνετος, τη φύση. Μέσα σε αυτά που σου προσφέρουμε ονειρεύεσαι τις γυναίκες. Και τι ζωή χωρίς εμάς θα κάμεις.
«Παρατήρησε τα μαλλιά των γυναικών μετά τη θάλασσα, πως φαίνονται δίπλα στο κατεβασμένο παράθυρο της επιστροφής» (λέει το μοιραίο απόσπασμα του Βυτίου, όπου πιάστηκε να «αντιφάσκει»).
Τα παρατηρώ. Στην επιστροφή τις αφήνω με το αλάτι στα μαλλιά. Το σώμα τους το πλένω με το αφρόλουτρο. Καυλώνω και με τις δύο μυρωδιές εξίσου. Καυλώνω με το συνδυασμό αλμύρας και αφρόλουτρου, φύσης και καπιταλισμού. Καυλώνω με το παρόν. Δεν σας το χρωστάω. Σιχάθηκα τις ενοχές. Σιχάθηκα τις οφειλές. Να μας τα πάρετε όλα πίσω. Και τα αφρόλουτρα και τα αυτοκίνητα. Να επιστρέψουμε στα λεωφορεία και τις πλάκες σαπούνι. Μετά να κοπεί και το νερό. Να δούμε τη γλύκα που τα βάλαμε με το χέρι που μας τάιζε. Κι αν εμείς προλάβαμε και ταϊστήκαμε επαρκώς, να δουν τη γλύκα τα παιδιά μας. Να μας σιχαθούν αυτά για την αφροσύνη μας. Να μας σιχαθούν αυτά που δεν σταματήσαμε να επικαλούμαστε το συναίσθημα εις βάρος της λογικής.
Ως τότε, και για όσο ακόμα, θα μυρίζουμε μαλλιά και δέρμα ως τους πόρους, παραμένοντας συναισθηματίες, παραμένοντας θυμικοί, παραμένοντας τυφλοί στον τρόπο που είναι δομημένος ο κόσμος, μέχρι να ιδιωτικοποιηθεί ολοκληρωτικά το νερό της βροχής, το νερό της θάλασσας, τα αρμυρίκια, τα βότσαλα, τα βρεγμένα μαλλιά, τα βρεγμένα σώματα, τα απλωμένα πόδια,
μέχρι να ιδιωτικοποιηθεί ολοκληρωτικά ο τρόπος που σκεφτόμαστε,
μέχρι να ιδιωτικοποιηθεί ολοκληρωτικά ο τρόπος που αισθανόμαστε.

Affidavits στην Άγρια Δύση

Στο ξεκίνημα του «Ανθρώπου που σκότωσε τον Λίμπερτι Βάλανς» ο Τζέιμς Στιούαρτ πηγαίνει από την Ήμερη Ανατολή στην Άγρια Δύση για να ανοίξει εκεί δικηγορικό γραφείο. Η άμαξά του ληστεύεται. Τα υπάρχοντά του σκορπίζονται. Και τα νομικά βιβλία του πυροβολούνται. «Νόμος;», του λένε. «Να τι σημαίνει νόμος εδώ». Στην «Αληθινή Οργή» αντίθετα, ακούμε σε μια σκηνή δικαστηρίου ενστάσεις του αμερικανικού δικονομικού δικαίου που έχουμε μάθει απʼ έξω κι ανακατωτά από ένα καρό ταινίες ή από σίριαλ του μετρ Ντέιβιντ Κέλεϊ. Η δεκατετράχρονη Xέιλι Στάινφελντ επικαλείται σε όλο το έργο το δικηγόρο της. Σε μια κρίσιμη σκήνη προτείνει μάλιστα να υπογράψει ένορκη βεβαίωση που θα ελαφρύνει τη θέση του απαγωγέα της. Αυτό είναι το διαπραγματευτικό της όπλο. Είναι αιχμάλωτη και προσφέρει affidavits. Oι ατάκες της είναι μάλλον οι καλύτερες στιγμές της ταινίας -ιδιαίτερα όταν διαπρέπει σε διαπραγματεύσεις χαρακτηριστικά κοενικές- και η ίδια τις εκφέρει με σοβαρότητα, ρυθμό, μαλλί και ντύσιμο που της έχουν φέρει μια υποψηφιότητα και ένα πιθανό όσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου. Αυτή είναι και το μεγαλύτερο ατού της ταινίας, αφού από τους σταρ που φιγουράρουν στην αφίσα της, ο Τζος Μπρολίν είναι διακοσμητικός, ο Ματ Ντέιμον αρκετά ενδιαφέρων μεν, ωστόσο όταν μετά από χρόνια μνημονεύουμε την ταινία παίζει και να μην θυμόμαστε ότι έπαιζε, αφού στο μυαλό μας θα έρχεται η Στάινφελντ και ο Τζεφ Μπρίτζες, που καθόλου κακός δεν είναι, αντίθετα είναι μάλλον καλύτερος και από πέρσι που κέρδισε το όσκαρ για το «Crazy Heart», έτσι όπως καβαλάει το άλογό του χυμένος προς τα πίσω και κοιτάει με κακό μάτι όταν πλησιάζει κίνδυνος, αλλά είναι ο ρόλος του που δεν προσφέρει κάτι διαφορετικό, αφού βρίσκεται σε αρμονία με τα στερεότυπα τόσο των γουέστερν όσο και της δικής του γκάμας ρόλων, σε αντίθεση με την Στάινφελντ που είναι κάτι σαν κινούμενος αναχρονισμός. Η δική της δηλαδή παράδοξη παρουσία θα κατακτήσει επάξια μια θέση στο πάνθεον των ρόλων των ταινιών των Κοέν, με τον Μπρίτζες να μην δικαιούται όμως να έχει κανένα παράπονο, αφού θα είναι πάντα ο Dude (ή Ηis Dudeness ή Duder ή Εl Duderino).

Kαι αν η Στάινφελντ μιλά και φέρεται με τρόπο που δεν ανήκει ούτε στην ηλικία της ούτε στην εποχή της, σε άλλες σκηνές οι Κοέν μας δείχνουν με το ίδιο ανατρεπτικό κέφι συμπεριφορές που κάλλιστα θα μπορούσαν να ανήκουν στην εποχή εκείνη, αλλά δεν ανήκουν στη δική μας και το να τις δείχνεις πάντως μη ευθέως καταγγελτικά θα μπορούσε να εκληφθεί από τους πρυτάνεις της πολιτικής ορθότητας ως σοκαριστικός: ο Μπρίτζες κλωτσάει και ρίχνει στο χώμα δυο ινδιανάκια (πριν μπει και αφού βγει από την καλύβα των γονιών τους), η Στάινφελντ λέει σε ένα μερικά χρόνια μικρότερό της μαυράκι πως θα βγάλει το μαύρο της πόνι «Μαυρούλι», ενώ ολόκληρη η σκηνή της κρεμάλας και ιδιαίτερα η κατάληξή της είναι ανθολογίας. Παίζουν λοιπόν διττώς με τις συμβάσεις των εποχών, ενώ η σχέση ανάμεσα στον Ματ Ντέιμον και την Στάινφελντ (που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο να της κλέψει ένα φιλί ή να της τις βρέξει με τη ζώνη του) μπορεί όπως φαίνεται από το τρέιλερ να υπήρχε και στο παλαιότερο «Αληθινό Θράσος», ωστόσο σε αυτά τα θέματα άλλο να ʽμαστε στο 1969 κι άλλο στο 2011.

Οι χαρακτήρες πλην της Στάινφελντ δεν εντυπωσιάζουν. Η πλοκή είναι ευθύγραμμη και μονοδιάστατη. Οι Κοέν έμειναν πιστότεροι στο αυθεντικό μυθιστόρημα από ό,τι η ταινία του 1969. Αυτό μάλλον τους περιορίζει. Το σενάριο σε σχέση με τα από την αρχή δικά τους μοιάζει αισθητά λιγότερο πλούσιο. Δεν ξέρω πόσο τελικά τους πάει να διασκευάζουν υλικό άλλων. Εδώ βέβαια μπορεί να αντικρούσει κανείς ότι την μοναδική άλλη φορά που το έκαναν, στο «Καμιά Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους», μια χαρά τους βγήκε και θριάμβευσαν και στα όσκαρ. Ναι, αλλά εκεί ο Μπαρδέμ ήταν ένα σύμβολο, το ίδιο και ο Τόμι Λι Τζόουνς. Η ιστορία μολονότι κι αυτή σχετικά λιτή είχε ένα βάρος. Εδώ το βάρος απουσιάζει. Γιατί με τα περί εκδίκησης μου φαίνεται πως δεν μπήκαν καν στον κόπο να ασχοληθούν, αλλά τα είδαν περισσότερο σαν τον μοχλό που ξεκίνησε την ιστορία, όσο κι αν στην αρχή της ταινίας η βιβλική φράση «Ο αμαρτωλός φεύγει μόνο όταν δεν τον καταδιώκει κανείς» και η εξόχως ειρωνική ατάκα «Για όλα πρέπει να πληρώσεις σε αυτόν τον κόσμο. Γιατί τίποτα δεν είναι δωρεάν εκτός από τη χάρη του Θεού» σε προϊδεάζουν για το αντίθετο. Ταυτόχρονα όμως εκτός από το βάρος απουσιάζει και το ευφρόσυνο άφημα στην ελαφρότητα. Μια αρκούδα που καβαλά ένα άλογο κι ένα μέλος της συμμορίας που πετάγεται από το πουθενά και κάνει σα ζώο θα μπορούσαν να είναι δείγματα του αντιθέτου, ωστόσο κι εκεί διακρίνει κανείς μια αίσθηση βιασύνης που βρίσκεις και σε άλλα σημεία του έργου. Δέκα υποψηφιότητες για όσκαρ, και το μοντάζ απουσιάζει, νομίζω όχι τυχαία. Ούτε το παιχνίδι προχωρά σε επίπεδα ολικής ανατροπής του είδους, ούτε από την άλλη μπορεί να το δει κανείς σαν αυθεντικό γράμμα αγάπης για το γουέστερν (π.χ. μάλλον περισσότερες ανοικτές εκτάσεις βλέπεις στο «Καμιά Πατρίδα» παρά εδώ). Το κύριο πρόβλημα έγκειται στην κλιμάκωση της πλοκής, όπου πιάνεις τον εαυτό σου να παρακολουθεί τα πιστολίδια διεκπεραιωτικά. Η ιστορία είναι αρκετά φτωχή σε συναίσθημα για να σε κάνει συμμέτοχο. Και το επίσης πιστό στο μυθιστόρημα τέλος της δεν έχει κάποια αιχμή και είναι ιδιαίτερα αδύναμο, ειδικά αν το φέρεις σε αντιδιαστολή με τα φινάλε των δύο προηγούμενων ταινιών τους.

Είναι ξεκάθαρο ότι οι Κοέν κακή ή έστω μέτρια ταινία αδυνατούν να κάνουν. Ωστόσο στο πλαίσιο των πολύ υψηλών προσδοκιών που είχα, η ταινία με άφησε μάλλον ανικανοποίητο. Δεν μοιάζει να εξελίσσει τη φιλμογραφία τους, ενώ τα κρυμμένα της δώρα είναι λίγα. Από την άλλη είναι τέτοια η κλάση τους, που και αυτά τα λίγα δώρα τους ενδεχομένως να αρκούν: ο ιδρώτας στο λαιμό του αλόγου, το λαχάνιασμά του, η εξάντλησή του μέσα σε μια παραμυθένια έναστρη νύχτα.
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Φεβρουαρίου 22, 2011

Δεν έχουμε εικόνα

Στη Λιβύη ο Μουαμάρ Καντάφι βομβαρδίζει τον λαό που εξουσιάζει επί σαράντα δύο χρόνια. Δεν έχουμε εικόνα. Θα ήταν αντιαισθητική για τα μάτια μας. Μερικά πράγματα είναι πολύ βολικότερο για όλους να γίνονται στο σκοτάδι.
Στη Γερμανία ο Γιώργος Παπανδρέου γιουχάρεται σε ομιλία του από Έλληνες φοιτητές που φωνάζουν συνθήματα και σηκώνουν πανό. Δεν έχουμε εικόνα. Τον βλέπουμε μόνο να απαντά μειλίχια όταν το επεισόδιο έχει λήξει. Αντί να δούμε και να ακούσουμε το γεγονός (που κάνει την εικόνα του να τρίζει), βλέπουμε και ακούμε το τι συνέβη μετά το γεγονός (που κάνει την εικόνα του να σκίζει). Αυτά μέχρι απόψε τουλάχιστον. Αύριο με το κατάλληλο μοντάζ μπορεί να έχουμε και οπτικοακουστικό των αποδοκιμασιών. Αν κατάλαβα καλά -αλλά μπορεί να κάνω λάθος και το λέω με επιφύλαξη- η κρατική τηλεόραση ήταν εκείνη που κάλυψε την ομιλία και έδωσε στα άλλα κανάλια την εικόνα. Αν ισχύει αυτό, η χειραγώγηση των εικόνων δεν διαφέρει ιδιαίτερα από την χειραγώγηση των ριπλέι των γκολ και την μη προβολή των επεισοδίων του ντέρμπι. Ίσως γιατί ο ρόλος της ΕΡΤ δεν είναι να ρίχνει λάδι στη φωτιά.
Στο Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων αποδεικνύεται πως καλός ο ενθουσιασμός για τους μη κομματικούς υποψηφίους και τα μη κομματικά ψηφοδέλτια, αλλά ουπς, να που όταν δεν είναι κομματικά μπετοναρισμένοι οι εκλεγμένοι δημοτικοί σύμβουλοι συμβαίνουν κι ατυχήματα. Απομένει τώρα να δούμε αν αυτό θα γιορταστεί ως αληθινή εκδήλωση δημοκρατίας και ως καθαρός αέρας ή αν αντίθετα θα επισημανθεί από όλους τους σώφρονες αρθρογράφους ότι η πολιτική δεν είναι ούτε παιδική χαρά ούτε περιβολάκι μαξιμαλισμού και πως αν η κοινωνία των πολιτών δεν είναι ακόμη ώριμη ώστε να εκπροσωπείται από ανθρώπους που παίρνουν τις σωστές αποφάσεις (οι οποίες στηρίζονται με τη σειρά τους στις σωστές θέσεις), τότε οι άνθρωποι αυτοί μπορούν και πρέπει να αναπληρωθούν από τους κατάλληλους. Τι από τα δύο θα συμβεί δεν έχουμε ακόμα εικόνα, αν και θα μπορούσαμε μάλλον να πιθανολογήσουμε.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 20, 2011

Το διαφθορείο

Χρήσιμο είναι, νομίζω, να κάνουμε τις εξής δύο διακρίσεις.
Η πρώτη είναι πως αν πρέπει να ταξινομήσουμε τις εκατό μεγαλύτερες πλανητικές αδικίες που συμβαίνουν τώρα, η διαιτησία του ντέρμπι δεν θα συγκαταλέγεται ανάμεσά τους. Και εκεί που γράφω εκατό, βάλε χίλιες, εκατό χιλιάδες, το νούμερο της αρεσκείας σου. Πράγματι λοιπόν, συγκριτικά μιλώντας, το τι διαδραματίζεται ένα βράδυ του Φεβρουαρίου ανάμεσα στις δυο πιο ευνοημένες ομάδες της ιστορίας του ελληνικού ποδοσφαίρου και τις δύο πιο πλούσιες ποδοσφαιρικές ανώνυμες εταιρίες της χώρας, στο πλαίσιο της μεταξύ τους σφαγής, απειροελάχιστη σημασία μπορεί να έχει. Το προηγούμενο ποστ ας πούμε, μιλά για απεργούς πείνας, μιλά για τη μετανάστευση, μιλά για θέματα ζωής και θανάτου, μιλά για θέματα που το αν αδικήθηκε κάποιος δεν έχει να κάνει με το αν του έκλεψαν μια νίκη σε ένα ποδοσφαιρικό αγώνα.
Από εκεί και πέρα όμως, όποιος νομίζει πως τα όσα συμβαίνουν στο χώρο του ποδοσφαίρου δεν αντανακλούν το γενικότερο αξιακό σύστημα της χώρας, πλανάται την οικτροτέρα των πλανών. Όποιος νομίζει δηλαδή ότι τις τελευταίες δεκαετίες το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν έχει λειτουργήσει και ως ένας τεράστιος διαφθορέας συνειδήσεων, δεν έχει νομιμοποιήσει συνειδησιακά ένα κλίμα «Σε κλέβω άρα είμαι μάγκας - Σε κλέβω άρα είσαι μαλάκας - Σε κλέβω και εσύ είσαι αυτός που πρέπει να ντρέπεται», μάλλον βλέπει τα πράγματα διαφορετικά από ό,τι εγώ.
Η δεύτερη διάκριση έχει να κάνει με τα όρια της αβάντας στο ποδόσφαιρο, με τα όρια της κλεψιάς. Και ο Σισέ ας πούμε δεν έχει κανένα πρόβλημα να σκοράρει γκολ από πέναλτι μαϊμούδες όπως αυτό της Νέας Σμύρνης. Τα πανηγυρίζει κιόλας. Και κανείς προπονητής και παίκτης δεν πειράχτηκε ποτέ από υπέρ του εύνοια. Και οι παίκτες κατά κόρον κάνουν θέατρο, βουτάνε για να πάρουν πέναλτι, κάνουν τους πεθαμένους όταν τους χτυπήσει ο άλλος για να αποβληθεί κλπ. Δυσάρεστα μεν όλα αυτά και μακάρι να μην υπήρχαν, και σε άλλα πρωταθλήματα δεν συμβαίνουν τόσο έντονα, αλλά εν πάση περιπτώσει αυτά είναι τμήμα του παιχνιδιού. Όπως τμήμα του παιχνιδιού είναι και η οπαδική τύφλωση. Αλλιώς θα δω την αμφισβητούμενη φάση υπέρ του Παναθηναϊκού και αλλιώς την αμφισβητούμενη κατά.
Εκείνο που δεν είναι ούτε σύμφυτο με το παιχνίδι, ούτε κάποια αιώνια αλήθεια του, είναι αυτό το οικοδόμημα που σιγά σιγά χτίστηκε και με το οποίο καλείται ο οπαδός να γουστάρει την κλοπή. Αυτό δεν είναι αυτονόητο, αυτό δεν είναι φυσικό, αυτό είναι επίκτητο. Μαθαίνεται. Και διαδίδεται σαν αρρώστια. Πάνω του επενδύονται χρήματα, χτίζονται καριέρες, βγαίνουν φράγκα. Άνθρωποι που δεν ξέρουν να συντάξουν δύο προτάσεις, κονομάνε πουλώντας ολοένα και μεγαλύτερη χολή. Τα οπαδικά πουτσόφυλλα, αντί να κλείσουν με την κρίση, αυξάνονται. Αθλητικά σάιτ δίνουν στήλες στα πιο ανθρωπάκια γιατί αυτά ξέρουν να πέφτουν όσο χαμηλά γίνεται για να μιζάρουν το σίχαμα. Η κρατική τηλεόραση ξεμένει από ριπλέι του γκολ του Κατσουράνη, ξεμένει από κοντινά στο ντου των οπαδών, ξεμένει από σχολιασμό, ξεμένει από αξιοπρέπεια, έχει κάνει τον πελάτη που χρυσοπληρώνει αφέντη της, κι εμάς, που την καλοπληρώνουμε για να τον χρυσοπληρώνει, κερατάδες και δαρμένους μαζί.
Βλέπω τις δηλώσεις του Βαγγέλη Μαρινάκη και σκέφτομαι πως τελικά είναι κι αυτός παιδί της εποχής που προηγήθηκε. Εκεί πήρε τις παραστάσεις του, εκεί πήρε τα πρότυπά του, αυτά ζηλεύει και προσπαθεί να ξεπεράσει. Δεν φέρνει νέα ήθη στο χώρο. Είναι η φυσική εξέλιξη των παλιών.
Κι όμως. Το ματς άρχισε χωρίς έκτροπα. Ο Ολυμπιακός προηγήθηκε καθαρά. Έπαιζε καλύτερα όπως και στο ματς του πρώτου γύρου. Όπως και συνολικά στο πρωτάθλημα. Εμείς, συνηθισμένοι από την πιο ξενερωτική χρονιά μας σε κάθε επίπεδο, θα επιστρέφαμε μετά τη σύντομη αναλαμπή των τριών συνεχών παλικαρίσιων ντέρμπι, στην καταθλιπτική ξενέρα. Αλλά για κακή τύχη όλων παίξαμε ξανά παλικαρίσια και γυρίσαμε το ματς. Θα κάναμε το μείον επτά μείον τέσσερα. Όπως το έκανε κι ο Ολυμπιακός πέρσι. Χωρίς να σημαίνει πως δικαιούνταν το πρωτάθλημα. Όπως δεν θα το δικαιούμαστε φέτος κι εμείς. Αλλά εμείς απαγορεύεται να κερδίζουμε στο Καραϊσκάκη. Όπως απαγορεύτηκε και πριν δυο χρόνια που και πάλι το πρωτάθλημα είχε χαθεί. Την κρίσιμη στιγμή θα σηκώνεται το χέρι του Τρύφωνα από τη Δράμα και του Τρύφωνα από την Κέρκυρα και οποτεδήποτε στο μέλλον ξαναχρειαστεί Τρύφωνες υπάρχουν πολλοί.
Κλείνω με κάτι άλλο που μου είχε κάνει εντύπωση πριν λίγα χρόνια. Πόσοι πολλοί ειρωνεύονταν την ΑΕΚ επειδή έλεγε πως είναι ηθική νικήτρια ενός Πρωταθλήματος που έχασε στα χαρτιά (αφού προφανώς μόνο οι θεσμικοί νικητές μετράνε και η ηθική είναι εξωαθλητική έννοια). Για να ευχηθώ λοιπόν κι εγώ κάτι, σαν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας που έκανε σήμερα κάποιες δηλώσεις από τη στρατόσφαιρα, εύχομαι να επιστρέψουμε κάποτε σε ένα ποδόσφαιρο που ακόμη και αν υπάρχουν αδικίες και κλεψιές, η ντροπή θα συνοδεύει πάντως τον θύτη και όχι το θύμα.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 18, 2011

To κακό σου

Κάνεις λοιπόν απεργία πείνας. Ε, κάνε. Μπορεί και να πεθάνεις. Ε, πέθανε. Δεν είναι ότι θέλω να πεθάνεις. Να μην πεθάνεις. Χίλια χρόνια να ζήσεις. Αλλά μακριά από εμένα. Εμένα δεν θέλω να ενοχλείς. Όπως δεν σε ενοχλώ εγώ. Ήρθα εγώ στην πατρίδα σου να σε ενοχλήσω; Δεν ήρθα. Εσύ όμως ήρθες στη δικιά μου. Και με ενοχλείς. Μην ρωτάς πώς. Με διάφορους τρόπους. Μπορώ να στους εξηγήσω τους τρόπους, αλλά δεν θα απολογηθώ σε σένα. Δεν κατάλαβα. Γιατί πρέπει να σου απολογηθώ; Ποιός είσαι εσύ, στον οποίο θα αποδείξω τι είμαι και ποιός είμαι. Όποιος θέλω είμαι. Και όποιος θες ας είσαι. Στη χώρα σου. Στη δικιά μου κάνε ό,τι σε παίρνει να κάνεις, αλλά μην μου ζητάς και τα ρέστα. Και για να τελειώνουμε. Μακάρι να υπήρχαν λεφτά για όλους. Δεν υπάρχουν πια ούτε για μας. Οπότε τι; Από τα μη υπάρχοντα να μοιραστούμε; Άκου φίλε, μας είπαν πως το πάρτι τελείωσε. Αφήναμε αποφάγια τόσα χρόνια, κάτι τρώγατε κι εσείς. Τώρα ο διαιτητής σφύριξε τη λήξη. Έχουμε την αίσθηση πως μας αδίκησε, αλλά μια ζωή σε αυτή τη χώρα για τη διαιτησία μουρμουράμε. Οπότε βρίσκουν και πατάνε πάνω στις παλιές μας διαμαρτυρίες. Σαν το παραμύθι με το βοσκό και το λύκο. Το έχετε στην πατρίδα σου αυτό το παραμύθι; Γιατί έφυγες από εκεί; Τόσο ζόρι ήταν; Δεν είχατε ωραία παραμύθια; Πίστεψες στο παραμύθι ότι θα βρεις εδώ αυτό που ζητούσες; Πίστεψες στο παραμύθι ότι θα μπορούσες να φύγεις από εδώ και να πας κάπου καλύτερα; Μήπως θες να πάμε μαζί; Σκέφτομαι τελευταία κι εγώ να φύγω, ξέρεις. Να πάω κάπου καλύτερα. Δεν το μπορώ άλλο το μπουρδέλο, φίλε. Με κούρασε. Θέλω να πάω κάπου οργανωμένα. Σε κράτος σωστό. Με νόμους και τάξη. Εδώ παράγινε το χύμα. Τα βλέπεις κι εσύ. Και μην με παρεξηγήσεις σε αυτά που λέω. Δεν εννοώ ότι ίδια περνάμε και ίδια υποφέρουμε. Οκ, ήσουν, είσαι και θα είσαι σε χειρότερη, σε πολύ χειρότερη, φάση από μένα. Αλλά αυτό μας έλειπε, να μην ήσουν. Μήπως να νιώσω άσχημα και για αυτό; Μήπως να νιώσω άσχημα που δεν είμαι στη φάση τη δική σου; Μήπως να γίνω σαν και σένα, μήπως να γίνουμε όλοι σαν και σένα, για να υπάρξει επιτέλους δικαιοσύνη και ισότητα; Λυπάμαι, αλλά δεν θα πάρω. Δεν χρωστάω δυστυχία σε κανένα. Ούτε ενοχή χρωστάω για την κατάστασή σου. Kι όμως, παρά τη θέλησή μου, μου γεννιέται πότε πότε. Σε βλέπω αποστεωμένο να μου χτυπάς στα φανάρια το τζάμι και ο λόγος που σε μισώ είναι γιατί αισθάνομαι άσχημα για αυτό που βλέπω, είναι γιατί δεν θα ΄θελα να υποφέρεις. Έρχεσαι όμως από την άλλη άκρη της γης και υποφέρεις μες τα μούτρα μου. Γι΄αυτό σε απεχθάνομαι, γι΄ αυτό δεν θέλω να ξέρω τι κάνεις, γι΄ αυτό αν θες να πεθάνεις από την απεργία σου πέθανε, μόνο ένα θα σε θερμοπαρακαλέσω: πέθανε σιωπηλά, χωρίς να μας το πούνε στις ειδήσεις, χωρίς να μας πετάξουν το θάνατό σου στα μούτρα μας. Κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός σου. Δεν θέλω το κακό σου. Θέλω να μη χρεώνομαι εγώ το δικό σου το κακό στη δική μου τη συνείδηση.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 16, 2011

Ώμορφα

Ο Διαμεσολαβητής: Ο Ουξμπάλ λειτουργεί σε ένα γκρίζο χώρο παραοικονομίας, εκεί που δίπλα στο επίσημο εργατικό δίκαιο θάλλει η ύπαρξη της μαύρης εργασίας, εκεί που δίπλα στο εμπόριο υπάρχει το παραεμπόριο. Δεν έχει θεσμικό ρόλο, δεν είναι ο Συνήγορος του Πολίτη, δεν είναι ο Τραπεζικός Διαμεσολαβητής, είναι ο Διαμεσολαβητής της Πραγματικότητας, ο Συνήγορος της Παράκαμψης των Θεσμών. Ο ρόλος του έρχεται να καλύψει το κενό που υπάρχει ανάμεσα στη θεσμική ρύθμιση της κοινωνίας και την αληθινή της λειτουργία. Μία λύση -κι αυτή που φαίνεται να προωθείται πανευρωπαϊκά- είναι να πούμε πως το εργατικό δίκαιο ήταν ένα βαρίδι, να πούμε πως πολλοί προστατευτικοί των αδυνάτων θεσμοί ήταν βαρίδι και να προσαρμόσουμε το δίκαιο στην πραγματικότητα που ούτως ή άλλως το καταπατά. Μια άλλη λύση θα ήταν να παύαμε να κάνουμε τα στραβά μάτια στην καταπάτηση του δικαίου και να προσπαθούσαμε να προσαρμόσουμε την πραγματικότητα σε αυτό. Ωστόσο ένας κόσμος διαφορετικών ταχυτήτων ως προς το βιοτικό επίπεδο θα συνεχίσει να φέρνει ανθρώπους από όλα τα μέρη της γης στις χώρες του υψηλότερου βιοτικού επιπέδου και κάπου εκεί τα όρια ανάμεσα στη στυγνή εκμετάλλευση και την αμοιβαία ωφέλεια θα συγχέονται, όπως θα συγχέονται και τα όρια ανάμεσα στους καθ’ όλα επαινούμενους ρυθμούς ανάπτυξης και τα συνακόλουθα ολυμπιακά θαύματα, με την εκτεταμένη χρήση τέτοιου είδους εργατικού δυναμικού, που έχει το επιπλέον αβαντάζ να πεθαίνει πολύ σιωπηλότερα και πολύ οικονομικότερα στα εργατικά του ατυχήματα από ό,τι οι ντόπιοι. Σε μια σκηνή της ταινίας το κύμα ξεβράζει μετανάστες. Στο φόντο εντυπωσιακά κτίρια. Ίσως βοήθησαν να χτιστούν κάποιοι σαν αυτούς. Οι συγκεκριμένοι ήταν έτοιμοι να χτίσουν άλλα, γιατί οι εργάτες από τα σωματεία κοστίζουν. Και μέσα στα χαρακτηριστικά κάθε κουλτούρας (το πιο οργανωμένο, παραγωγικό και νοικοκυραίϊκο των Κινέζων που κατασκευάζουν τσάντες σε υπόγεια αποθήκη, το πιο χύμα των Αφρικανών που τις πουλάνε στο δρόμο), οι σιδερένιοι κανόνες της εκμετάλλευσης εντός της κάθε κοινότητας. Ο Κινέζος βγάζει περιουσία από τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας των συμπατριωτών του (που όμως στη χώρα τους θα έβγαζαν πολύ λιγότερα). Ο Κινέζος αυτός μάλλον δεν ήταν αρκετά καρχαρίας για να γίνει μεγαλοπαράγοντας απευθείας στη χώρα του, πιθανότατα μαζεύει τα λεφτά για να πάει να τον κάνει εκεί. Ο Ουξμπάλ όμως δεν θα μπορούσε να γίνει μεγαλοπαράγοντας πουθενά, κι όμως κάνοντας τον ενδιάμεσο, συναλλάσσεται αυτός, ένας απλός καταφερτζής στην πατρίδα του, σαν ίσος προς ίσον με έναν άνθρωπο που κανονικά βρίσκεται πολύ ψηλότερά του στην τροφική αλυσίδα.

Ανορθογραφίες: Παιδική ζωγραφιά ενός βουνού με τίτλο: «Τα Πυρηναία είναι ώμορφα». Βiutiful. Η οικογενειακή ζωή που δεν μπορεί να είναι oρθογραφημένα όμορφη ούτε καν ανορθόγραφα ώμορφη για τα δυο παιδιά όταν η μητέρα είναι μανιοκαταθλιπτική και αρνείται να αντιμετωπίσει την κατάστασή της ιατρικά προτιμώντας να πίνει. Τι θετικό μπορεί να μείνει στα παιδιά από μια τέτοια οικογένεια; Θραύσματα ευτυχίας. Τα δάχτυλα μέσα σε ένα κύπελλο παγωτού. Η -ακριβής ή υπερβολική, τι σημασία έχει;- διήγηση για το πώς ο μπαμπάς γνώρισε την μαμά. Ο μπαμπάς τους, ο Ουξμπάλ, δε γνώρισε πατέρα. Πέθανε όταν ήταν ακόμη μωρό. Είναι καλύτερο το μόνιμο κενό από τις ταραχές, τις διαψεύσεις, τις εντάσεις, τις σκηνές που σε σημαδεύουν; Μάλλον. Όταν ο Ουξμπάλ θα αγγίξει για πρώτη φορά τον πατέρα του, θα είναι όταν γίνει η εκταφή του για να αποτεφρωθεί. Τον είχαν ταριχεύσει με αποτέλεσμα να διατηρείται σχεδόν όπως ήταν όταν πέθανε. Δηλαδή νέος. Πολύ νεότερος από ό,τι είναι τώρα ο Ουξμπάλ, που βλέπει ένα νεότερό του άνδρα να παριστάνει ανορθόγραφα τον πατέρα του. Από την άλλη, για να κλείσουμε το οικογενειακό σκέλος του έργου, φαίνεται πως, όπως οι αισθηματικές ταινίες σε βάζουν στην ανάλογη διάθεση, κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με άλλα συναισθήματα που πρωταγωνιστούν στην οθόνη: ο Ουξμπάλ τσαντίζεται και βάζει τις φωνές στο γιο του κι αναρωτιέσαι αν το κάνεις κι εσύ, ο Ουξμπάλ αγκαλιάζει το γιο του και σε πιάνει λαχτάρα να πας να αγκαλιάσεις τον δικό σου.

Τα σωθικά: Ένα κοντινό σε μια πεθαμένη κουκουβάγια θυμίζει το κοντινό σε μια την πεθαμένη αλεπού στον «Αντίχριστο» του Φον Τριερ. Μόνο που η αλεπού διαλαλούσε την κυριαρχία του χάους, μόνο που ο Αντίχριστος ήταν μια, σπουδαία μεν, αληθινά ψυχοπλακωτική δε, ταινία χωρίς ίχνος φωτός. Αντίθετα το «Biutiful» μπορεί να είναι μια ταινία βαρυφορτωμένη με διαδοχή εξαιρετικά δυσάρεστων γεγονότων, αυτά όμως κινηματογραφούνται με τρόπο που δεν σε λιγώνει αντίστοιχα, δεν σου προξενεί τη δυσφορία που κανονικά θα περίμενες. Και το τέλος της ταινίας προσφέρει κάτι που μπορεί να εκληφθεί και ως φως. Όπως τελικά και η όλη κινηματογράφηση του Ινιαρίτου μπορεί να εκληφθεί και ως φως, όπως το φως του διευθυντή φωτογραφίας Ροντρίγκο Πριέτο είναι φως, όπως η μουσική του Σαντιάγο Σανταολάλα είναι φως. Ο Γούντι Άλεν με το «Βίκι, Κριστίνα, Μπαρτσελόνα» πήγε στη Βαρκελώνη σαν τουρίστας που μας έδειχνε αξιοθέατα. Ο Ινιαρίτου αποφεύγει επιδεικτικά την αξιοθέατη πλευρά της πόλης, κινηματογραφώντας την ολόκληρη, μα κυρίως τα σωθικά της. Η ταινία είναι ένα θαύμα καλλιτεχνικής διεύθυνσης. Απίστευτες λεπτομέρειες στους τοίχους, μέσα σε ντουλάπια. Η φθορά πανταχού παρούσα. Και όχι μόνο αυτή. Δεν είναι μόνο τα δικά της αποτυπώματα στους τοίχους και τα έπιπλα, αλλά και τα αποτυπώματα της ίδιας της ζωής. Γιατί η ζωή διαδραματίζεται σε χώρους ατελείς, ακατάστατους, φθαρμένους και όχι σε ντεκόρ.
(Kείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Φεβρουαρίου 15, 2011

To πέρασμα

Υπάρχουν εποχές που κοιτάς στην ψυχή σου και κάτι βλέπεις.
Κι υπάρχουν κι εποχές που κοιτάς και δεν βλέπεις τίποτα.
Μερικοί άνθρωποι μάλιστα γίνονται μάρτυρες ενός εντελώς παράδοξου φαινομένου: μετά από χρόνια καταβύθισης στον αληθινό τους εαυτό, έρχεται η στιγμή που συνειδητοποιούν ότι έχουν πια απελευθερωθεί από τις οδύνες του παλιού εαυτού, αλλά όχι μόνο από αυτές, έχουν απελευθερωθεί από κάθε λογής οδύνη, αφού πια δεν πονάνε, αδυνατούν να πονέσουν, καθώς το να πονάς προϋποθέτει το να νιώθεις, κι εκείνοι μολονότι βυθίστηκαν ακριβώς για να νιώσουν πιο έντονα και πιο πλατιά από όσο επιτρέπει ο κιρκαδιανός χορός των πολιτειών και των πολιτών τους, από όσο επιτρέπει το άγχος της συμβατικής προκοπής, μολονότι βυθίστηκαν ακριβώς για να νιώσουν όπως υπαγορεύει όχι το κοινά αποδεκτό αλλά το μέσα τους σωστό, τώρα πια δε νιώθουν. Παρατηρούν τον εαυτό τους να μη νιώθει και να επιπλέει ασφαλής στη ζώνη του μη πόνου.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 13, 2011

Παλιγγενεσία

Από τον Μάιο ως σήμερα τις τρώγαμε. Υποφέραμε, πονούσαμε, αλλά βαστούσαμε για το καλό της πατρίδας.
Εννιά μήνες μετά μίλησε η καρδιά του σοσιαλιστή (πάνω αριστερά).
Έχουμε ανάγκη αλλά έχουμε και όρια. Και τα όρια της αξιοπρέπειάς μας δεν τα διαπραγματευόμαστε με κανέναν. Κι εκεί που σταματά ο σταράτος λόγος του Πεταλωτή, ξεκινά η οργή του Καρχιμάκη, εκεί που σταματά το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση, ξεκινά το ΠΑΣΟΚ ως κίνημα.

Τελεσιγραφικές υποδείξεις και εντολές για το πώς θα αξιοποιηθεί η περιουσία του ελληνικού δημοσίου, η περιουσία του ελληνικού λαού, δεν δεχόμαστε από κανέναν. Και από κανέναν, δεν δεχόμαστε να κουνά το δάκτυλο του στον ελληνικό λαό, μέσα στο σπίτι του. Να το κουνάνε στα δικά τους σπίτια.

ΜΗΝ ΣΤΑΜΑΤΑΣ, ΜΗΝ ΣΤΑΜΑΤΑΣ ΝΑ ΤΟΥΣ ΓΑΜΑΣ,

ΕΤΣΙ ΓΑΜΑΕΙ Ο ΚΑΡΧΙΜΑΣ.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 11, 2011

Η πυξίδα μέσα σου

Ας πάρουμε την αρνητική εκδοχή: στα χρόνια που έρχονται αποδεικνύεται πως η Αιγυπτιακή Επανάσταση ήταν ένα γεγονός με ολέθριες συνέπειες. Οδηγεί σε μια σειρά από εξελίξεις που φέρνουν τον Γ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Μεγάλη Παγκόσμια Χούντα, τον Αρμαγεδδώνα, την καταστροφή του ηλιακού συστήματος.
Και πάλι αυτό δεν θα αναιρεί την ανεπανάληπτη δύναμη και τη συγκλονιστική ομορφιά αυτού που συμβαίνει εδώ και 18 ημέρες στην Αίγυπτο, δεν θα αναιρεί πως ο Αιγυπτιακός λαός είναι αυτά τα λεπτά και αυτές τις ώρες λυτρωμένος και ελεύθερος.
Η ελευθερία είναι πρώτα απ' όλα εσωτερική αρετή. Η ελευθερία δεν έρχεται τώρα που παραιτήθηκε ο Μουμπάρακ, αλλά τότε που κατέβηκες στο δρόμο με κίνδυνο για τη ζωή σου, τότε που οι δίπλα σου έχασαν τη ζωή τους κι εσύ συνέχισες να κατεβαίνεις και την επόμενη και την μεθεπόμενη.
Μπορεί να είναι αλήθεια ότι τα πράγματα πρέπει να αλλάζουν για να παραμένουν ίδια, αλλά ο αφόρητα απαισιόδοξος σχετικισμός αυτής της πρότασης, μπορεί να αναιρεθεί επίσης σχετικιστικά: ναι, αλλά καμιά φορά τα πράγματα αλλάζουν και στα αλήθεια.
Χαώδεις πράγματι οι διαφορές μεταξύ Αιγύπτου και Ελλάδας σε επίπεδο πολιτεύματος. Ωστόσο μια επίφαση δημοκρατίας -έστω με ένα σωρό αστερίσκους που εδώ δεν ισχύουν- την είχαν. Και τα όρια μεταξύ επανάστασης και ανομίας είναι τελικά ποσοτικά. Όταν αντιδρούν λίγοι έχουμε ανομία. Όταν αντιδρούν πολλοί, πάρα πολλοί, έχει έρθει η ώρα για μια νέα νομιμότητα. Για να μην παρεξηγηθώ, δεν συγκρίνω άμεσα καταστάσεις, δεν συγκρίνω ανθρώπους που στέναζαν και τα ρίσκαραν όλα για να ελευθερωθούν, με ανθρώπους που ζορίζονται και ρισκάρουν λίγα χωρίς να ξέρουν τι ζητάνε τελικά να αλλάξει. Και ίσως η βασικότερη διαφορά είναι αυτή: πως οι Αιγύπτιοι δεν άντεχαν άλλο την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, ενώ εδώ η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων μας άρεσε και μας βόλευε μέχρι που ήρθε η οικονομική σφαλιάρα.
Από την προεπαναστατική ψευδεπίγραφη δημοκρατία της Αιγύπτου απέχουμε πολύ. Αλλά αρχίζουμε να απέχουμε ολοένα και περισσότερο και από μια δημοκρατία νομιμοποιημένη στη συνείδησή μας, καθώς τόσο οι θεσμικοί όσο και οι ουσιαστικοί αστερίσκοι πληθαίνουν πάνω στο σώμα της.
Με πιο απλές κουβέντες είναι το εκατομμύριο μάρκα προς τα ταμεία του ΠΑΣΟΚ, είναι το ότι η εξεταστική δεν έψαξε τους λογαριασμούς των κομμάτων που αποσταθεροποιεί το πολίτευμα πολύ περισσότερο από την ανομία της μη πληρωμής των διοδίων (έναντι της νομιμότητας των λεόντειων συμβάσεων με τις κατασκευαστικές), της μη πληρωμής των εισιτηρίων στις συγκοινωνίες (έναντι της νομιμότητας της αύξησής τους κατά 40%), της αντίδρασης των κατοίκων της Κερατέας για τα σκουπίδια (έναντι της νομιμότητας της καταστολής της).
Εν πάση περιπτώσει στις αρχές του 2011 μια επανάσταση ξεκίνησε, φούντωσε και απέδωσε καρπούς. Όπως και αν αποδειχτούν αυτοί στο μέλλον, σήμερα είναι μια μέρα θριάμβου για τη δημοκρατία. Την αληθινή δημοκρατία. Που καμιά φορά διεκδικείται και κατακτιέται ανόμως. Γιατί σαν την ελευθερία έτσι και η νομιμότητα ποτέ δεν είναι τελειωμένη υπόθεση, αλλά βρίσκεται πάντα σε διάλογο με τη δικαιϊκή πυξίδα που έχει κάθε άνθρωπος μέσα του. Όλα τα άλλα δεν συνιστούν λόγο υπέρ της δημοκρατίας, αλλά λόγο καθεστωτικό.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 10, 2011

Mπλακ άουτ

Δύο τρία βράδια τη βδομάδα δούλευε σαν ντι τζέι. Και σαν ντι τζέι δηλαδή. Σιγά μη ζούσε από αυτό. Πιο πολύ επειδή γούσταρε το έκανε. Αλλά και για το χαρτζηλίκι. Που πια, παρότι κατά τι μειωμένο, ήταν αναγκαίο. Δεν ήταν και κανένα μπαρ κολοσσός για να παίρνει κάτι παραπάνω από χαρτζηλίκι. Για να βρεις μπαρ κολοσσούς έπρεπε να ταξιδέψεις πολλά χιλιόμετρα μακριά. Η βραδιά δεν ήταν ούτε από τις πολύ καλές ούτε από τις πολύ χάλια. Ενδιάμεσες καταστάσεις. Κάθε άλλο παρά φαν των ενδιάμεσων καταστάσεων ήταν, αλλά δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμα ο άνθρωπος που θα μπορούσε να τις αποφεύγει διαρκώς. Ποιος ζει άλλωστε διαρκώς σε ένα άκρο; Ο κανένας. Γιατί κι αν ακόμα υποθέσουμε ότι υπάρχουν κάποιοι που ζουν διαρκώς στα άκρα, τότε πάει να πει ότι για αυτούς τα άκρα είναι η δική τους κανονικότητα. Άρα ξεακραίνουν. Τέλος πάντων· ανόητες σκέψεις που έκανε το μυαλό χαζεύοντας στην ενδιάμεση νύχτα, ανάμεσα στο τραγούδι που είχε μόλις αρχίσει και στο επόμενο. Χάζευε τόσο που πρώτα άκουσε τα «ααα» των θαμώνων και μετά συνειδητοποίησε ότι είχαν σβήσει τα φώτα. Μπλακ άουτ. Γέλια ανάκατα με λόγια δυνατότερα του κανονικού. Όλα έμοιαζαν να έχουν μια ακαθόριστη χροιά ανησυχίας. Το σκοτάδι είναι πάντα σκοτάδι. Σκαμπό και καρέκλες που έτριζαν στο πάτωμα καθώς μετακινούνταν. Αν το ρεύμα δεν επέστρεφε στα αμέσως επόμενα λεπτά το όλο πράγμα θα διαλυόταν ατάκτως. Καλύτερα ίσως. Μια ευκαιρία διαφυγής από την ενδιάμεση νύχτα.
Τότε ένιωσε μια παράδοξη ευθύνη. Ήταν εκεί για να παίζει μουσική. Με το ρεύμα κομμένο, αυτό δεν ήταν πια δυνατόν. Αλλά η φωνή της είχε ακόμα ρεύμα. Άρχισε να τραγουδά. Οι φωνές και τα γέλια σταμάτησαν. Λίγα δευτερόλεπτα αμηχανίας ακόμα και θα κλατάριζε. Ήταν μέχρι να βρεθεί εκείνος που θα τη σιγοντάριζε. Μετά άρχισαν να πέφτουν όλοι σαν κομμάτια του ντόμινο. Οι καρέκλες και τα σκαμπό ξανατραβήχτηκαν στις θέσεις τους. Ένα μπαρ τραγουδούσε στα σκοτεινά. Λίγες δεκάδες άνθρωποι που είχαν βρεθεί σε ένα χώρο σαν καταναλωτές, άρχισαν να τραγουδάνε σαν παρέα. Μαζί τους κι εκείνοι που είχαν το μπαρ, κι εκείνοι που δούλευαν στο μπαρ. Το ένα τραγούδι έφερε το επόμενο και πάει λέγοντας. Το φως δεν γυρνούσε. Αλλά η βραδιά είχε πάψει να είναι ενδιάμεση όχι μόνο για εκείνη, αλλά και για τον καθένα τους. Εκείνη θα ένιωθε πως είχε σκηνοθετήσει μια κοινή στιγμή ανθρώπων άγνωστων μεταξύ τους, θα ένιωθε πως από παραγωγός μουσικής προς εμπορία είχε μετατραπεί σε παραγωγός αναμνήσεων, αλλά προτιμούσε εκείνα τα λίγα τραγούδια να μη νιώθει τίποτα άλλο παρά τον κάθε στίχο, την κάθε στιγμή, προσπαθώντας να συντονιστεί με την κάθε φιγούρα που άρχιζε να ξεχωρίζει μέσα στο σκοτάδι, καθώς τα μάτια συνήθιζαν, καθώς οι φωνές έβγαιναν μεν από όλους μαζί, αλλά ταυτόχρονα κι από τον καθένα ξεχωριστά, αφού ακόμα και μέσα στην εμπειρία την κοινή, ο καθένας διαφορετικά την ζει, διαφορετικά την αφομοιώνει, διαφορετικά την τραγουδά.
Εκείνη το αφομοίωσε σα νυχτερινό εκκλησίασμα θεού αγνώστου, πάντως κοινού, γήινου και μεταφυσικού μαζί, αλλά περισσότερο γήινου, κι αναρωτήθηκε έκτοτε πολλές φορές γιατί οι άνθρωποι να πρέπει να συναντιούνται πάντοτε με προκαθορισμένους τρόπους που αποκλείουν εκ προοιμίου την έλευση του απροσδόκητου, γιατί όλα πρέπει να εντάσσονται σε ένα καθεστώς αγοραπωλησίας, που δεν είναι το χειρότερο, το χειρότερο είναι η τυποποίηση που το συνοδεύει, η αποσυναισθηματικοποίηση που το συνοδεύει, η αίσθηση πως το πλαίσιο δεν είναι απλώς πλαίσιο, αλλά η ίδια η ζωή, το κυρίαρχο νόημά της, ο προαιώνιος τρόπος της, ενώ είναι προφανές πως όσο ωραίο πράγμα κι αν είναι τα μπαρ, πάντως δεν υπήρχαν πάντοτε, ενώ σκοτάδι υπήρχε πάντοτε, όπως και άνθρωποι που τραγουδούσαν για να το ξορκίσουν και άνθρωποι που τραγουδούσαν προστατευμένοι στην κρυψώνα του και άνθρωποι που τραγουδούσαν μαζί, αφού εκείνο που τους ένωνε ήταν πως ήταν άνθρωποι ίσοι ενώπιον του σκοταδιού, ενώ το μπαρ έχει την ασφάλεια του ημίφωτος και κανείς πάει εκεί για να καταναλώσει μουσική, ποτό ή ό,τι άλλο ψάχνει, μέσα όμως στο πλαίσιο που η έννοια «μπαρ» ορίζει, μέσα στο πλαίσιο μιας σχέσης κατανάλωσης, που δεν αποκλείει μεν το ενδεχόμενο της βιωματικής σχέσης ενός μέθυσου ή ενός ερωτευμένου, αλλά δεν είναι αυτό και το ζητούμενό της, αφού το ζητούμενό της δεν είναι το μέσα των ανθρώπων, μα η εκμετάλλευση του μέσα τους -με τη μορφή ενός ακόμα ποτού- προς τον σκοπό αύξησης του ΑΕΠ.
Αυτές τις βαθυστόχαστα βλακώδεις σκέψεις να μην έκανε, ενώ άλλαζε τραγούδι, μια ακόμη ενδιάμεση νύχτα, μερικές εβδομάδες μετά. Τις έδιωξε σαν αρρώστια. Δεν ήξερε αν της ανήκαν, δεν τις ήθελε άλλο. Μακριά της. Έκλεισε τα μάτια. Ήταν πάλι σκοτάδι. Τραγουδούσαν όλοι μαζί.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 09, 2011

Η ελπίδα της (μη) αλλαγής

Σε μια σκηνή τσακωμού ανάμεσα στο αντρόγυνο, ο Ντιν επαναλαμβάνει κατάπληκτος «I ‘m the bad guy here? I ‘m the bad guy here?» «Εγώ είμαι ο κακός;». Υπάρχουν έργα που εξετάζουν το δίκιο και των δύο πλευρών, που φωτίζουν το δίκιο και των δύο πλευρών, αφήνοντας τον θεατή να επιλέξει εκείνος ποιό δίκιο του πάει περισσότερο. Στο «Βlue Valentine» δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ή, αν συμβαίνει, δεν μπορώ εγώ να το διακρίνω. Γιατί εκείνο που εγώ διακρίνω είναι ότι ο σκηνοθέτης και συν-σεναριογράφος Ντερεκ Σιανφράνς φωτίζει το δίκιο της μιας μόνο πλευράς. Λίγες σκηνές αργότερα, η Σίντι λέει με απόγνωση στο Ντιν ότι δεν αντέχει άλλο αυτήν την κατάσταση. Έχει φτάσει στα όριά της. Ποιά είναι όμως η κατάσταση που η Σίντι δεν αντέχει άλλο; Ότι ο Ντιν πίνει; Αυτό από μόνο του; Της έκανε και άλλα επεισόδια στο παρελθόν εκτός από αυτό που παρακολουθούμε; Αν της έκανε από πού προκύπτει;

Για μια ταινία που ο Σιανφράνς δούλευε στο μυαλό του χρόνια, η σεναριακή προσέγγιση μου μοιάζει ανεπαρκής. Άλλο δηλαδή ελλειπτικό σενάριο, άλλο χασματικό. Δεν υπάρχει αρκετό φως στο τί και στο πώς της Σίντι. Ας μην ήταν αναλυτικό το φως, ας ήταν απλά υπαινικτικό. Δηλαδή η Σίντι μπορεί να έχει τα δίκια της, αλλά τα δίκια της αφήνονται στη δική μας φαντασία, στη δική μας ερμηνεία, την ώρα που τα δίκια του Ντιν είναι πολύ πιο καταγεγραμμένα, πολύ πιο ορατά. Γενικότερα ο χαρακτήρας της μένει πιο ανεξερεύνητος. Ούτε ο τρόπος που φέρεται στον πρώην φίλο της είναι εντελώς ξεκάθαρος: του είχε βάλει όρκο ιερό να προσέχει κατά την συνουσία μη συμβεί κάνα ατύχημα και αυτός δεν μπόρεσε να πειθαρχήσει αρκετά, με αποτέλεσμα να τιμωρήσει την σχέση τους με την ποινή του θανάτου, δίχως το δικαίωμα απολογίας;

Θα μπορούσε βέβαια η ταινία να μην ασχολείται καθόλου με τα δίκια, να ασχολείται με την αντικειμενική παρακμή μιας σχέσης, πέραν του δίκαιου και του άδικου, του καλού και του κακού, πέραν του blame game. Καμία αντίρρηση σε μια τέτοια προσέγγιση. Αν λοιπόν η θέση του σκηνοθέτη είναι ότι μια σχέση μπορεί να παρακμάσει ακόμη και αν ο ένας θέλει να είναι απόλυτα μέσα της, και πάλι θα έπρεπε να είχε εξηγήσει λίγο καλύτερα τι φταίει στον άλλον. Γιατί ο Ντιν είναι απόλυτα μέσα στη σχέση. Εξηγεί στη Σίντι ότι ο λόγος που δεν έχει άλλες φιλοδοξίες, είναι επειδή δεν ζητά κάτι άλλο απ’ τη ζωή. Ζει το όνειρό του: να είναι σύζυγος της Σίντι, να είναι πατέρας της κόρης τους, να έχει μια δουλειά ευτελή που του επιτρέπει να μπορεί να πιει το πρωί. «Έχεις τόσες δυνατότητες, γιατί δεν τις αξιοποιείς;», θα τον ρωτήσει εκείνη. «Τι πάει να πει δυνατότητες; Γιατί θα έπρεπε να βγάζω από τα ταλέντα μου λεφτά; Τι παραπάνω να θέλω;»

«Oι γυναίκες παντρεύονται ελπίζοντας ότι ο άντρας τους θα αλλάξει. Οι άντρες παντρεύονται ελπίζοντας ότι η γυναίκα τους δεν θα αλλάξει. Oπότε και οι δύο αναπόφευκτα απογοητεύονται». Να είναι εκεί το μυστικό της ταινίας; Ότι αυτός παρέμεινε underachiever, ότι δεν άλλαξε μαζί της; Μου μοιάζει πως δεν είναι αυτό το μυστικό της. Μου μοιάζει να τον ρωτάει σαν μια φίλη που θα ήθελε να μη χαραμίζεται ένας φίλος της, παρά σαν μια γυναίκα που φοβάται ότι ο άντρας της έχει πάρει λάθος δρόμο και μαζί με αυτόν και ο γάμος τους. Ίσως δεν τον ερωτεύτηκε ποτέ, ίσως απλώς τον συνάντησε στην πιο περίεργη στιγμή και για αυτό τον παντρεύτηκε, ίσως το μυστικό της δεν είναι ότι εκείνος δεν μεγάλωσε και δεν άλλαξε, αλλά ότι ο έρωτάς του ήταν μονομερής.

Σε βλέπω να ετοιμάζεσαι να με κολλήσεις στον τοίχο, ρωτώντας με τι κάνω τώρα: δεν δίνω τη δική μου ερμηνεία επί του δίκιου της, άρα δεν είναι για αυτό επιτυχημένο το έργο; Όχι, σου επαναλαμβάνω. Άλλο είναι το έργο να έχει καλύψει επαρκώς το δικό του σκέλος παραμένοντας ανοικτό, επιτρέποντάς σου μετά να δώσεις τη δική σου ερμηνεία και άλλο η σκέψη σου να προσπαθεί να καλύψει τρύπες. Με όλες αυτές τις ενστάσεις, η ταινία ασφαλώς και είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Σκηνοθετημένη εκεί που πρέπει με χάρη κι εκεί που πρέπει με ένταση, πατώντας γερά πάνω σε δυο σπουδαίες ερμηνείες και μιλώντας παράλληλα για την αρχή και το τέλος (;) μιας σχέσης, είναι μια ταινία που και αξία έχει και λόγο ύπαρξης.

Η Μισέλ Γουίλιαμς βρίσκεται στην πεντάδα των υποψηφίων για τον πρώτο γυναικείο ρόλο. Η σε αντιδιαστολή απουσία του -τουλάχιστον εξίσου- εξαιρετικού Ράιαν Γκόσλινγκ από τον πρώτο ανδρικό μοιάζει χτυπητή, αντικατοπτρίζοντας την πλήρη ανδροκρατία του Χόλιγουντ στον τομέα των πρωταγωνιστικών ρόλων, ανδροκρατία που έχει χίλια καλά για τους άνδρες ηθοποιούς και χίλια κακά για τις γυναίκες, εκτός από κάτι τέτοιες περιπτώσεις, που ελλείψει ρόλων η καλή γυναικεία ερμηνεία θα αναδειχθεί, ενώ στους άντρες ο ανταγωνισμός είναι πέντε φορές μεγαλύτερος. Αλλά ο Ράιαν δεν χαλιέται. Στο μέλλον θα πρωταγωνιστήσει σε τόσες πολλές περισσότερες και καλύτερες ταινίες από την Μισέλ και την κάθε Μισέλ, που σε αντίθεση με τον Ράιαν και τον κάθε Ράιαν έχει να τα βάλει και με το πέρασμα του χρόνου, ενώπιον του οποίου το Χόλιγουντ είναι αμείλικτο.

(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Φεβρουαρίου 08, 2011

Δυο λεπτά μίσους


Δυο λεπτά μίσους κάθε βράδυ στις τηλεοράσεις σας. Απόψε μισούμε γιατρούς, χθες φαρμακοποιούς, προχθές εργαζομένους στο μετρό, αντίπροχθες μετανάστες, παραντίπροχθες φορτηγατζήδες, αύριο τους «Δεν πληρώνω», μεθαύριο τους αγρότες, οι αρχές της δημοκρατίας πλήττονται κάθε μέρα κι από άλλη κοινωνική ομάδα, κι όπως η κάθε κοινωνική ομάδα μία - μία αντιδρά μόνο όταν έρχεται η δική της σειρά, έτσι κι εμείς μία - μία θα τις στοχοποιούμε, μία - μία θα τις εκθέτουμε σαν συντεχνίες που αδιαφορούν για το καλό του συνόλου, σαν συντεχνίες που βασανίζουν όλους εμάς τους υπόλοιπους. Δεν μπορεί ο πολίτης της επαρχίας να επωμίζεται το κόστους του εισιτηρίου του μετρό, είναι κοινωνικά άδικο, δεν μπορεί ο συνταξιούχος να γίνεται όμηρος της απεργίας των γιατρών, είναι απάνθρωπο, δεν μπορεί ο εργαζόμενος να μην μπορεί να πάει στη δουλειά του με τη συγκοινωνία, είναι βασανιστικό. Το παρήγορο είναι ότι η σειρά σου στον ρόλο του Γκολντστάιν διαρκεί λίγο. Για λίγο, για όσο διάστημα διαρκεί η δική σου αντίδραση στο κόψιμο των δικών σου σιχαμένων προνομίων, θα είσαι ο μισούμενος της προβολής. Για πολύ, για όσο διάστημα δεν αντιδράς και αντιδρά κάποιος άλλος, ελεύθερα θα μπορείς να μισείς και να μισείς και να μισείς τα σιχαμένα προνόμια των άλλων. Τα μόνα προνόμια που δεν είναι σιχαμένα και αντικοινωνικά είναι ο ανασταλθείς φόρος επί της τηλεοπτικής διαφήμισης και το αγγελιόσημο. Μπήκα ήδη στα μονοπάτια του λαϊκισμού. Ας τα ακολουθήσω ξανά. Πόσα χρήματα δανειζόμαστε με το μνημόνιο; 110 δις ευρώ; Το Σπίγκελ μιλά για καταθέσεις 600 δις Ελλήνων στην Ελβετία. Διαιρούμενα δια 11 εκατομμυρίων Ελλήνων, προκύπτει ότι ο κάθε Έλληνας σύντροφος (αυτός δηλαδή που τα συν-έφαγε με όλους τους άλλους μαζί) κατέθεσε στην Ελβετία 54.545,45 ευρώ. Αλλά κύκλοι του Υπουργείου Οικονομικών σπεύδουν να πουν πως το ποσό είναι μικρότερο. Είναι το ίδιο Υπουργείο Οικονομικών που πρώτα έφερε τροπολογία για διαγραφή χρεών 22 δις προς το Δημόσιο, μετά την κατακραυγή αναγκάστηκε να την πάρει πίσω, δεσμευόμενο όμως ότι θα την ξαναφέρει, αφού πρώτα αναρτήσει την πλήρη λίστα των χρεωστών και των χρεών που θα διαγράφονταν. Την επόμενη ημέρα θα την αναρτούσε τη λίστα για να μην υπάρχουν σκιές, το 'χε πει και στον Πρετεντέρη. Ήταν μέσα Δεκεμβρίου, και κοντεύουμε να φτάσουμε στα μέσα Φεβρουαρίου. Το καλό πράγμα αργεί να γίνει. Ενώ το καλό το μίσος φουντώνει μέσα σε δυο λεπτά, κατά κάθε μεμονωμένης συντεχνίας που ζει εις βάρος του συνόλου, που κρατά όμηρο τον ελληνικό λαό.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 07, 2011

Ποιον φόβο αγάπησα πάλι

Μια σειρά από εξαιρετικά ποστ, ένα καταπληκτικό βίντεο και άλλα πολλά που αφορούν την «Ημέρα κατά του φόβου» θα βρεις εδώ. Όπως θα διαπιστώσεις αν αρχίσεις να διαβάζεις τα ποστ, η πολιτική διάσταση του φόβου καλύπτεται επαρκέστατα, οπότε ας αλλάξω λίγο κλίμα και διάσταση.


Άνοιξη προς καλοκαίρι 1985, τέλος Ά Γυμνασίου, ο Δημήτρης Σαραβάκος έχει μόλις φτάσει ένα βήμα από το να παίξει τελικό Πρωταθλητριών και στον καημό του πάνω γράφει το «Οut in the Fields». Εκείνη την εποχή έχουμε αρχίσει να φτιάχνουμε με ένα φίλο εβδομαδιαίες λίστες με τα ΤΟP 10 των τραγουδιών μας, τις οποίες με ευλάβεια συντάσσουμε και συγκρίνουμε σε αντίστροφη μέτρηση πριν τις μάχες με σουμπούτεο, με τσόχα όχι καρφωμένη, αλλά σε μοκέτα, γεγονός που σε συνδυασμό με το ότι εκείνος σαν γνήσιος γάβρος έπαιζε συρτά, οδηγούσε αφενός σε κακοποίηση του θεάματος και αφετέρου σε τερατογενέσεις, όπου η ομάδα του Παπαγγέλη και του Παπαχρήστου κέρδιζε συστηματικά την ομάδα του Ζάετς και του Ρότσα.

Μπορεί ο Μητσάρας να αδυνατούσε να τους σκίσει σουμπουτεϊκά το τμήμα της ανατομίας τους που όριζε το σύνθημα, αλλά τουλάχιστον τους το έσκιζε τραγουδιστικά αφού το «Οut in the Fields» έμενε στην κορυφή και δεν έλεγε να την εγκαταλείψει. Aργότερα ήρθαν και τα «Εmpty Rooms» και και τα «Οver the Hills and Far Away» και τα «Friday on My Mind» και τα «Still Got the Blues» και ναι, η ηλεκτρική κιθάρα του Γκάρι Μουρ συνέχισε να μου γαμά το είναι (με την καλή έννοια· βλέπεις το ρήμα «γαμώ» χρησιμοποιείται σαν πασπαρτού για αδιερεύνητους ψυχαναλυτικογλωσσολογικούς λόγους), ωστόσο η καρδιά μου ανήκε πάντα εκεί έξω στα λιβάδια, αν και διατηρώ μια ιδιαίτερη ανάμνηση από το «Still Got the Blues»: νύχτα καλοκαιριού, φώτα κλειστά, τρανζιστοράκι ανοικτό, οι καψουριάρικες πενιές του Γκάρι, κι εγώ να μελώνω σκέτα, χωρίς να μελώνω για κάποια συγκεκριμένη· περίεργο ον ο άνθρωπος.

Κάπου πρέπει να οδηγήσει όμως όλο αυτό, κάπως πρέπει να συνδέσω το χθεσινό θάνατο του Γκάρι Μουρ με κάποιο φόβο μου, ώστε να βρεθεί μια στοιχειώδης πρόφαση για το εκτός θέματος ποστ. Ας εξετάσω τις εκδοχές που ξεδιπλώνονται μπροστά μου μαζί σου, αγαπημένε μου αναγνώστη, σύντροφε πιστέ:

- Ο φόβος του θανάτου, του πεπερασμένου, είμαστε δεν είμαστε, τίποτα δεν είμαστε βρε, ζήσε πριν πεθάνεις κλπ κλπ;

- Ο φόβος του χρόνου που τρέχει γρήγορα, χθες ήταν 1985 κι έπαιζα σούμπουτεο, σήμερα -χθες για την ακρίβεια- σου λέει μια θεία πως αυτά είναι τα καλύτερα χρόνια του γιου σου και πως θυμάται από τα δικά της παιδιά ότι φεύγουν χωρίς να το καταλάβεις;

- Ο φόβος που σε καταλαμβάνει ξαναβλέποντας μετά από δεκαετίες το βίντεο κλιπ, πως οκ η μουσική αντέχει και με το παραπάνω, αλλά σου 'ρχεται να ξεκαρδιστείς στα γέλια με την όλη αισθητική της εποχής, ενώ όταν ο Γκάρι στην αρχή του τραγουδιού λέει «Νο colour or religion ever stopped a bullet from a gun» κάνει μούτες βγαλμένες από τις καλύτερες σκηνές παρωδίας έβερ;

- Ο φόβος πως διηγείσαι αναμνήσεις από ροκ τραγούδια και μιλάς για σουμπούτεο; Ο φόβος που σε πιάνει βλέποντας πως το «Still Got the Blues» γράφτηκε το 1990, άρα δεν ήσουν πια παιδί, άρα ποιόν φόβο είχες αγαπήσει πάλι και δεν είχες συνδέσει το τραγούδι με ένα συγκεκριμένο πρόσωπο και πολύ περισσότερο με μια συγκεκριμένη ιστορία μαζί του; Ο φόβος πως άργησες τόσο πολύ να πάρεις μπρος;

- Ο φόβος πως μικρός εσύ δεν έσουρνες τους παίκτες, πως ήσουν τύπος και υπογραμμός, ενώ τώρα έχεις φτάσει στο άλλο άκρο; Ο φόβος πως έχεις όχι απλώς αλλάξει, αλλά αλλοιωθεί;

- Μήπως πάλι ο φόβος πως έχεις εξαρχής μπλέξει το σωστό με το λάθος; Πριν δυο βράδια με έκραζε φίλος (χωρίς εισαγωγικά η λέξη, κι ας τον συναντούσα πρώτη φορά) για κάτι που είχα γράψει προ μηνών και το οποίο στα δικά μου μάτια ήταν κάτι με το οποίο τα έχωνα για κάτι που μου είχαν κάνει, ενώ στα δικά του τα μάτια ήταν απολογητικό και ήταν σαν να ζητούσα συγγνώμη από αυτούς τους οποίους εγώ θεωρούσα πως καυτηρίαζα.

- Ο φόβος πως είμαι τόσο άρρωστα εγωκεντρικός που αδυνατώ να πειθαρχήσω σε ένα απλούστατο πλαίσιο και γράφω πάλι για τον εαυτό μου, ενώ θα έπρεπε να γράφω για τον φόβο τον κοινό; Ο φόβος πως δεν μου πάνε οι συλλογικότητες, πως ο ατομισμός μου είναι την ίδια ώρα η σκλαβιά μου και η ελευθερία μου; Ο φόβος που με έπιασε κάποια στιγμή κατά τις εβδομάδες που οι συμμετέχοντες αντάλλαζαν ενθουσιασμένα ιδέες για το πώς πρέπει να στηθεί τα μπλογκ της ημέρας κατά του φόβου; Ο φόβος πως αυτόν τον ενθουσιασμό, αυτό το πάθος, αυτό το δόσιμο, δεν μπορώ να τα μοιραστώ; Ο φόβος πως δεν θέλω να συζητάω και να ξανασυζητάω για τους στίχους, τη μελωδία, την ενορχήστρωση και την παραγωγή ενός κοινού τραγουδιού, αλλά απλά να κάθομαι στη γωνιά μου και να γράφω τα δικά μου;

Σάββατο, Φεβρουαρίου 05, 2011

Τι θα έκανε ο Μπράιαν Μποϊτάνο;

Στο Θέατρο Τέχνης εισέβαλαν οπαδοί του Ολυμπιακού, προξενώντας επεισόδια στην πρεμιέρα της παράστασης «Ταξιδεύοντας με τον ΠΑΟΚ». Ο συγγραφέας του έργου Σ. Τσιώλης δήλωσε πως με το στιβαρό χέρι του Αχιλλέα Μπέου στη διοίκηση ο Ολυμπιακός Βόλου φιλοδοξεί να κάνει το μπαμ και να πάρει το Κύπελλο Ελλάδας, ενώ ο σκηνοθέτης της παράστασης Κώστας Καπελώνης αρνήθηκε να σχολιάσει το πικάρισμα των φίλων της ομάδας του Πειραιά, οι οποίοι εκδήλωσαν εμμέσως πλην σαφώς με συνθήματα την προτίμησή τους προς τις σκηνοθετικές ικανότητες του Παντελή «Βού - Βού - Βούλγαρη». Το συμβάν πάντως μπορεί να στοιχίσει στην ομάδα του λιμανιού, αφού κλήθηκε ήδη σε απολογία από τον Θεατρικό Δικαστή και κινδυνεύει να τιμωρηθεί με ποινή μιας κεκλεισμένων των θυρών παράστασης στο Δελφινάριο.
Θετικότερα είναι τα μηνύματα από το καυτό μέτωπο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 (η οποία ήρθε στη μόδα, αφού η Ελληνική Επανάσταση του 2011 έχει ανασταλεί μέχρι να δούμε αν θα βρεθεί συνολικότερη λύση στην κρίση χρέους της Ευρωζώνης), όπου όλα δείχνουν πως αποκαθίσταται η προσωρινά κλονισμένη τιμή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, καθώς ο Πέτρος Τατσόπουλος διευκρίνισε πως έκανε χιούμορ, έννοια άγνωστη από ένα επίπεδο εθνικοφροσύνης και πέρα. Έτσι, σε περίπτωση επιστροφής στη δραχμή, θα παραμείνει η φιγούρα του στο πεντοχίλιαρο χωρίς περαιτέρω εντάσεις, εντάσεις που πιθανόν να πυροδοτούσαν συντομότατα υποτίμηση της νέας δραχμής, αφού άλλο το νόμισμά σου να απεικονίζει στρέιτ οπλαρχηγό και άλλο τον Γκέι του Μωριά.
Η όλη αναταραχή πάντως γέννησε στα γαπικά θινκ τανκ και μερικές γόνιμες σκέψεις, αφού στο κυριακάτικο ταξίδι του στο Κάιρο ο Έλληνας Πρωθυπουργός θα θέσει στους εκπροσώπους των εξεγερμένων την πρόταση να υπάρξουν δίπλα στους «Αδελφούς Μουσουλμάνους» και οι «Αδελφές Μουσουλμάνοι», ώστε να καταδειχθεί πως ο ισλαμισμός που πρεσβεύουν δεν είναι σκοταδιστικός αλλά πιο γουέστ φρέντλι. Εν συνεχεία -και αφού μεσολαβήσει δίωρη ξεκούρασή του με κανό στο Νείλο- θα συναντήσει τον Χόσνι Μουμπάρακ, όπου θα έχει την ευκαιρία να του μιλήσει σταράτα, σαν αντιεξουσιαστής στην εξουσία προς αντιεξουσιαστή στην εξουσία. Οι δύο άντρες αφού συμφωνήσουν μεταξύ τους -θα τους απευθύνει κρυφό χαιρετισμό μέσω τηλεδιάσκεψης και ο Μπεν Αλί- πως η όλη αναταραχή στη Βόρεια Αφρική είναι ένα συντονισμένο σχέδιο κατά της Σοσιαλιστικής Διεθνούς και του Παγκόσμιου Σοσιαλισμού γενικότερα, θα αναγκαστούν να εμφανιστούν διαλλακτικότεροι στις επίσημες δηλώσεις τους, όπου ο Μουμπάρακ θα δεχτεί να εγκαταλείψει άμεσα την εξουσία, αρκεί να προστεθεί άρθρο στο Αιγυπτιακό Σύνταγμα που θα απαγορεύει τη σύνδεση των μισθολογικών αυξήσεων με τον πληθωρισμό και άρθρο στο Ελληνικό Σύνταγμα που θα απαγορεύει στον Ορέστη Καρνέζη να ξαναβγεί από την μικρή περιοχή του.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 02, 2011

Και πουθενά αλλού


Βλέπεις κινηματογράφο για να σου τύχει αυτό το πράγμα. Μια φορά στις τόσες. Στις πολλές, στις πάρα πολλές τόσες. Δηλαδή εντάξει, δεν βλέπεις μόνο για αυτό. Δεν είναι έρημος χώρα το σινεμά για να αναζητείς απεγνωσμένα την όαση. Για όλη τη διαδρομή το βλέπεις, που, δόξα τω Θεώ, έχει να σου προσφέρει πολλά. Όταν όμως σου τυχαίνει κάτι τέτοιο, πρόκειται για εμπειρία άλλης τάξης. Συνειδητοποιείς (την ίδια τη στιγμή που το βλέπεις, τη στιγμή που εξελίσσεται, τη στιγμή που φτάνει στην παροξυσμική τελική του ευθεία) ότι απόψε είναι το βράδυ που βλέπεις για πρώτη φορά τον «Μαύρο Κύκνο», ότι μετά από απόψε θα είναι για πάντα αποθηκευμένη η συγκίνησή του και άμεσα ανακλητή η αίσθησή του. Κάθεσαι στη θέση σου, και πλάνο με το πλάνο της τελικής ευθείας, ξέρεις ότι εδώ ανήκεις, εδώ γουστάρεις να είσαι, εδώ θες να είσαι και πουθενά αλλού. Αυτή είναι η τέχνη που σου ταιριάζει όσο καμιά. Η τέχνη που κλέβει από όλες τις άλλες και τα κάνει όλα δικά της. Θες να τα κάνει χωρίς βάθος; Θες να μην είναι το απόσταγμα της σοφίας; Θες να τη βρίσκει και με τον εντυπωσιασμό; Χαλάλι της. Οι σοφοί με τις βαθιές σοφίες του, οι εστέτ με τις εστέτ απολαύσεις τους και οι σινεφίλ με το σινεμά.

Μήπως όμως το παρακάνει ο Αρονόφσκι; Αν το παρακάνει, καλά κάνει. Τι νόημα θα είχε να σκηνοθετήσεις μετρημένα και αποστασιοποιημένα μια ταινία που μιλά για την απώλεια του ελέγχου; Όχι. Έτσι πρέπει. Έτσι αξίζει. Χωρίς μέτρο, χωρίς συστολές, χωρίς ανάσα. Παράφορα, οργασμικά, δίχως διακριτικότητα, όλα στην ένταση, και στο στυλιζάρισμα όλα, γιατί όχι δηλαδή, γιατί να μην σπάει τα τύμπανα η μουσική του Κλιντ Μανσελπου πειράζει τη Λίμνη των Κύκνων; Να τα σπάει και τα τύμπανα, κι όλα να σπάσουν, να σπάσουμε κι εμείς μαζί με τη Νίνα, να μαδήσουμε μαζί της, να γεμίσει μαδημένα φτερά -άσπρα, μαύρα, έγχρωμα ό,τι κουβαλά ο καθένας- όχι μόνο η οθόνη, αλλά και η αίθουσα κι όλος ο κόσμος.

Η Νίνα. Η αειπαρθένος που γίνεται πρίμα μπαλαρίνα, ο άμωμος κύκνος που πρέπει να σκοτεινιάσει τόσο, ώστε να ενσαρκώσει επάξια και το μαύρο του είδωλο. Το απαιτεί το έργο. Το απαιτεί η τελειότητα που μια ζωή υπηρετεί. Προκειμένου να είναι τέλεια πρέπει να πάψει να είναι τέλεια. Η τελειότητα, η τέχνη, ο έλεγχος, η ζωή, ο εαυτός που μπαίνει μπροστά στον εαυτό, απαλλάξου από τον εαυτό σου για να βρεις τον εαυτό σου, κάνε πράγματα ανήκουστα ή νόμισε ότι τα κάνεις, δεν ξέρεις τη διαφορά, σε μπερδεύει η διαφορά, αν την ήξερες θα είχες και τον έλεγχο, όμως τον χάνεις, τον χάνεις, μια ζωή ελέγχου δεν αντέχεται πια, η πειθαρχία του κορμιού βρίσκει αντίβαρο στη δραπέτευση του νου, το σώμα ως εργαλείο χορού, η εργαλειακή χρήση του σώματος, το σώμα που την τιμωρεί και το τιμωρεί κι η ίδια ξύνοντάς το, το σώμα που το βλέπει ψυχωτικά να μεταλλάσσεται, κι ύστερα το σώμα ως κρατήρας ηδονής, η Νίνα μόλις αγγίζει τον εαυτό της τινάζεται με μια ένταση και με μια ακρότητα που δεν έχει στο χορό της, αρχίζει να φεύγει υγιώς, αρχίζει να φεύγει ηδονικά, αλλά η μαμά είναι εκεί και την βλέπει, εκεί στην καρέκλα, δεν έχει σημασία αν δεν είναι όντως εκεί, αφού όντως τη βλέπει, αφού η Νίνα είναι όντως υπό επιτήρηση, είναι όντως υπό βλέμμα εξουσιαστικό, ενοχικό, οικογενειακό, και το βλέμμα αυτό τότε μόνο είναι επιτυχημένο και αποτελεσματικό όταν έχει εσωτερικευθεί, αυτό είναι το μυστικό του, αυτή είναι η δύναμή του, αυτή είναι η δύναμη κάθε εξουσίας, η εσωτερίκευση του ελέγχου της, των εντολών της, της κατάκρισής της, της τιμωρίας της είτε ως ποινής είτε ως ενοχής.

Δεν θυμάμαι τόσο την Νίνα να χορεύει, όσο την κάμερα να χορεύει πάνω της. Η ταινία έχει λίγα εξωτερικά πλάνα, αλλά νιώθεις ότι τα έχει για ξεκάρφωμα. Θα μπορούσε να έχει γυριστεί ολόκληρη πάνω στη Νίνα. Ένα σίγουρο για τον εαυτό του, συμπαγές, φωναχτό και βιρτουοζικό αισθητικό σύνολο, συντονισμένο από μια κάμερα που ακολουθεί διαρκώς τη Νίνα, δείχνοντάς μας ό,τι βλέπει. Έχει άραγε η κάμερα τον πλήρη έλεγχο ή χάνεται κι αυτή που και που; Ο Αρονόφσκι δίδασκε και νόμο δεν εκράτει; Χάθηκε ποτέ μαζί με τη Νίνα; Της έβαλε καμιά εκτός προγράμματος παραίσθηση; Πρέπει όντως να χάνεις τον έλεγχο για να πετυχαίνεις την τελειότητα; Και με τι τίμημα; Ποιός εαυτός μας μας κάνει να δημιουργούμε; Ο μπετοναρισμένος ή αυτός που κρύβεται πίσω από το μπετόν; Βασανιζόμαστε όλοι από δύο εαυτούς; Ή μόνο οι καλλιτέχνες; Ή μόνο οι τρελοί; Αναζητούμε όλοι την τελειότητα στη ζωή μας; Ή μόνο οι καλλιτέχνες; Ή μόνο οι τρελοί;

(Κείμενο γραμμένο για το ελculture)

Τρίτη, Φεβρουαρίου 01, 2011

Και Δικτατορία για Όλους

Είτε επειδή βαριέται να τα ποστάρει εκείνος, είτε επειδή με θεωρεί τον πιο αργόσχολο τύπο της μπλογκουμένης, ο Σραόσα μου δίνει δύο λινκ:
Στο πρώτο διαβάζουμε άρθρο με τον τίτλο κόλαφο: Πού είναι οι γυναίκες;
Το δεύτερο θα μπορούσε να έχει τίτλο: Να' τες οι γυναίκες.
Βλέποντας τα σχόλια του άρθρου, τις γυναίκες στον αρθρογράφο τις δείχνουν ήδη και άλλοι και από άλλες πηγές. Ο αρθρογράφος τα παίρνει κάπως πίσω. Δεν τα είχε ερευνήσει και τόσο καλά τα πράγματα, ούτε αυτός ούτε οι χίλιοι καρδινάλιοι που αποτελούσαν το υφολογικό χαλί του άρθρου του. Αλλά επί της ουσίας επιμένει στους φόβους του.
Υπάρχουν λοιπόν δυο ειδών «Δεν βλέπω». Το ακούσιο. Η αυθεντική τύφλωση του αρθρογράφου. Που μπορεί να δει και να αναγνωρίσει μόνο ό,τι ανήκει σε ένα εντελώς συγκεκριμένο πολιτισμικό περιβάλλον. Θα αναγνώριζε με ενθουσιασμό π.χ. κινήματα Αιγυπτίων πολιτών που θα δραστηριοποιούνταν αποκλειστικά στα social media ή που θα αναλάμβαναν δράσεις τύπου Καϊρίστας. Ό,τι ανήκει αλλού είναι εξ ορισμού ύποπτο και επίφοβο, εκτός και αν εκούσια δεχθεί να χωρέσει στα καλούπια που του φοράμε εδώ. Και για αυτό καθόλου δε θα επιθυμούσε ισλαμιστικά, ανελεύθερα, γυναικοφοβικά καθεστώτα, στη θέση των δυτικόφιλων δικτατοριών.
Και ακριβώς εδώ δεν πρέπει να γίνει η σύγχυση με το δεύτερο «Δεν βλέπω». Με το εκούσιο της Δύσης, των ΗΠΑ και της ΕΕ. Ο λόγος της παμπάλαιας Δυτικής προτίμησης για καθεστώτα άμεσα ή συγκεκαλυμμένα δικτατορικά στις μη Δυτικές χώρες δεν οφείλεται σε αξιακό μπουρδούκλωμα όπως του αρθρογράφου, αλλά σε αγνό κυνισμό. Η δημοκρατία είναι ένα παιχνίδι που θα παίζουμε εμείς, στα δικά μας μέρη, με πολίτες που έχουν εσωτερικεύσει εκτός από τις δημοκρατικές και μερικές άλλες αρχές (του κυνηγιού της αυστηρά προσωπικής τους υλικής ευμάρειας π.χ. και του πανικού να μην την απολέσουν), οι οποίες μας βοηθούν ίσως να ελέγχουμε τα όρια και την ουσία αυτής της δημοκρατίας. Στον υπόλοιπο κόσμο φακ ντιμόκρασι, επιθυμούμε καθεστώτα συνεργάσιμα, να δίνουν γη και ύδωρ στις πολυεθνικές μας, να κρατάνε τους ντόπιους πληθυσμούς πειθαρχημένους, ειδικά στη συγκεκριμένη περιοχή να μην πειράζουν το Ισραήλ, εξ ου και μια εβδομάδα τώρα η κάλυψη των γεγονότων μιλά για χάος και αναρχία, στα ελληνικά δελτία ειδήσεων επισημαίνουν ότι η αστυνομία απουσιάζει, οι κρατούμενοι το έχουν σκάσει, προέχει η ανάγκη για σταθερότητα, σταμπίλιτι όβερ ντιμόκρασι, προτιμότερη η χούντα για όλους από τη δημοκρατία μόνον των αντρών, ένα ισλαμικό καθεστώς δεν θα επέτρεπε ποτέ σε μια Σούζαν Μουμπάρακ να φιλανθρωπεί παγκοσμίως με ακάλυπτο πρόσωπο.